ζωοφυσική

ζωοφυσική
η
(ζωολ.), κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυσικών ιδιοτήτων των ζώων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωοφυσική — η ζωολ. κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών φυσικών ιδιοτήτων τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophysics < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]) + physics (πρβλ. φυσική)] …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”